- χειροσκόπος
- -ον, Ατο αρσ. ως ουσ.1. ο χειρομάντης2. αυτός που μετρούσε τα υψωμένα χέρια κατά την ψηφοφορία3. (κατά το λεξ. Σούδα) «χειροσκόποι, οἱ τὰς χειροτονίας ἐπισκοποῡντες».[ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο)-* + -σκόπος (< σκοπός < σκέπτομαι), πρβλ. οἰωνο-σκόπος].
Dictionary of Greek. 2013.